- χάζεμα
- το, Ν [χαζεύω]1. το να γίνεται κανείς χαζός2. μτφ. α) το να χαζεύει κανείς, να βλέπει πράγματα χωρίς ενδιαφέρον, να χάνει άσκοπα τον χρόνο τουβ) το να απολαμβάνει κανείς μια θέα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χάζεμα — το, ατος το να χαζεύει κανείς, το να χάνει άσκοπα το χρόνο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)